μητρίδιος

μητρίδιος
μητρίδιος [], α, ον,
A having a μήτρα: hence, fruitful, filled with seed,

μ. ἀκαλῆφαι Ar.Lys.549

(cf. Sch.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μητρίδιος — μητρίδιος, ία, ον (Α) 1. αυτός που έχει μήτρα 2. (κατ. επέκτ.) γεμάτος σπόρους, γόνιμος, καρπερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτρα (Ι) + κατάλ. ίδιος (πρβλ. πτερ ίδιος, ωμ ίδιος)] …   Dictionary of Greek

  • μητριδίων — μητρίδιος having a fem gen pl μητρίδιος having a masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μητρίδια — μητρίδιος having a neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μητριδίας — μητριδίᾱς , μητρίδιος having a fem acc pl μητριδίᾱς , μητρίδιος having a fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”